μεταιτώ

μεταιτώ
μεταιτῶ, -έω (Α) [αιτώ]
1. απαιτώ το μερίδιό μου από κάτι
2. παρακαλώ επίμονα, ικετεύω, εκλιπαρώ
3. επαιτώ, ζητιανεύω («διαφέρεις γὰρ οὐδέν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μεταιτοῡσιν», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταιτῶ — μεταιτέω demand one s share of pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεταιτέω demand one s share of pres ind act 1st sg (attic epic doric) μεταιτέω demand one s share of pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεταιτέω demand one s share of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • μεταίτης — και, κατά το λεξ. Σούδα, μέταιτος, ὁ (Α) [μεταιτώ] επαίτης, ζητιάνος …   Dictionary of Greek

  • μεταίτησις — μεταίτησις, ἡ (Α) [μεταιτώ] αίτηση, παράκληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”